- εὑρησιλογῶν
- εὑρησιλογέωinvent ingenious argumentspres part act masc nom sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φιλοτεχνώ — φιλοτεχνῶ, έω, ΝΜΑ [φιλότεχνος] ασκώ την τέχνη μου με ζήλο και αγάπη («εἰς δὲ τὸ τῆς Ἀθηνᾱς καὶ Ἡφαίστου οἴκημα τὸ κοινόν, ἐν ᾧ ἐφιλοτεχνείτην», Πλάτ.) νεοελλ. 1. κατασκευάζω ή επεξεργάζομαι κάτι με πολλή τέχνη, με δεξιοτεχνία 2. δημιουργώ ένα… … Dictionary of Greek